σβέννυμι

σβέννυμι
και σβεννύω ΜΑ
σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ.
β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.)
2. καταπνίγω, κατευνάζω, καταπραΰνω (α. «κεῑνος γ' οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον», Ομ. Ιλ.
β. «ἔσβεσε κύματα νήνεμος αἴθρη», Αριστοφ.)
3. εξαλείφω, εξαφανίζω («σβεννύναι κλέος», Ανθ. Παλ.)
4. καταστρέφω, εξολοθρεύω («σβεννύναι ταύτας τὰς δυνάμεις», Πλωτίν.)
5. καταλύω («σβεννύντας ποτὲ τούσδε τυραννίδα χάλκεος Ἄρης εἶλε», επιγρ.)
6. (σχετικά με φόνο) εκδικούμαι («ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον», Ευρ.)
7. ψύχω («λιθάργυρον ὄξει ἢ οἴνῳ σβεννύναι», Διοσκ.)
8. παθ. σβέννυμαι και σβεννύομαι
α) (αμτβ.) i) (για φλεγμονή ή εξάνθημα) εξαλείφομαι, εξαφανίζομαι
ii) κοπάζω, ησυχάζω, παύω (α. «οὐδέ ποτ' ἔσβη οὖρος», Ομ. Οδ.
β. «τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως», Πλούτ.)
iii) (για πρόσ.) πεθαίνω
β) (για πόλη) καταστρέφομαι, ερημώνομαι
γ) διαγράφω («διὰ τὸ ἔσβεσθαι πᾱν σπέρμα δίκης», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σβέννυμι (< *σβέσ-νυμι, με ένθημα -νυ-, πρβλ. δείκ-νυ-μι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *zgwes- «εξαλείφομαι, σβήνω» (πρβλ. βαλτ. gestu «καταστρέφομαι, σβήνω, εξαφανίζομαι», αρχ. σλαβ. ugasiti, αρχ. ινδ. jāsayati «εξολοθρεύω»). Στην ΙΕ ρίζα *zgwes- με ηχηρό συριστικό σύμφωνο και χειλοϋπερωικό φθόγγο οδήγησαν οι τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: ζείναμεν
σβέννυμεν, ζόασον
σβέσον, ζοάσεις σβέσεις. Προβλήματα, ωστόσο, παρουσιάζει η μορφή τού σ-βέννυμι και ως προς την εμφάνιση αρκτικού σ- (προσφιλές στην Ελληνική, που όμως δεν μαρτυρείται σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα) και ως προς την απόδοση τού χειλοϋπερωικού φθόγγου τής ρίζας με χειλικό σύμφωνο -β- αντί τού αναμενόμενου οδοντικού (πριν από φωνήεν -ε-). Πολλοί μάλιστα έχουν αποδώσει τις φωνολογικές αυτές ανακολουθίες που παρουσιάζει ο σχηματισμός τού σβέννυμι σε λόγους εκφραστικότητας που συνεπάγεται ένα ρ. με σημ. «σβήνω, εξαλείφω, εξολοθρεύω». Το σύστημα τού ρ. σβέννυμι στηρίζεται στο θ. σβεσ- που μαρτυρείται αρχικά στον σιγματικό αόρ. ἔσβεσ(σ)α και στο ρηματ. επίθ. ἄσβεστος. Ο ενεστ. σβέννυμι (< *σβέσ-νυ-μι) είναι μτγν., όπως και οι παθ. αόρ. ἐσβέσθην και παρακμ. ἔσβεσμαι, σχηματισμένος από το θ. σβεσ- τού σιγματικού αορ. (πρβλ. κορέννυμι < αόρ. ἐκόρεσα, στορέννυμι < ἐστόρεσα). Ο αόρ. β' ἔσβην σχηματίστηκε κατά τα ἐκάην, ἐάγην
και με μακρό φωνηεντισμό μαρτυρείται ο τ. κατα-σβῶσαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σβέννυμι — σβέννῡμι , σβέννυμι quench pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεννύῃ — σβέννυμι quench pres subj mp 2nd sg σβέννυμι quench pres subj act 3rd sg σβέννυμι quench pres subj mp 2nd sg σβέννυμι quench pres ind mp 2nd sg σβέννυμι quench pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεννύετε — σβέννυμι quench pres imperat act 2nd pl σβέννυμι quench pres ind act 2nd pl σβέννυμι quench imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεννύω — σβέννυμι quench pres subj act 1st sg σβέννυμι quench pres subj act 1st sg σβέννυμι quench pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέννυτε — σβέννυμι quench pres imperat act 2nd pl σβέννυμι quench pres ind act 2nd pl σβέννυμι quench imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέσαι — σβέννυμι quench aor imperat mid 2nd sg σβέννυμι quench aor inf act σβέσαῑ , σβέννυμι quench aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέσει — σβέννυμι quench aor subj act 3rd sg (epic) σβέννυμι quench fut ind mid 2nd sg σβέννυμι quench fut ind act 3rd sg σβέσις quenching fem nom/voc/acc dual (attic epic) σβέσεϊ , σβέσις quenching fem dat sg (epic) σβέσις quenching fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέσον — σβέννυμι quench aor imperat act 2nd sg σβέννυμι quench fut part act masc voc sg σβέννυμι quench fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέσουσι — σβέννυμι quench aor subj act 3rd pl (epic) σβέννυμι quench fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σβέννυμι quench fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβέσουσιν — σβέννυμι quench aor subj act 3rd pl (epic) σβέννυμι quench fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σβέννυμι quench fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”